- παραρριπίζω
- ΜΑ1. απομακρύνω κάποιον από κάτι2. παθ. παραρριπίζομαιπαρασύρομαι από τον αέρα, φέρομαι εδώ κι εκεί παρασυρμένος από τον αέρα, παραδέρνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ῥιπίζω «πνέω, φυσώ, εκτινάσσω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραρριπισμός — ὁ, ΜΑ, και παραριπισμός Μ [παραρριπίζω] 1. η ενέργεια τού παραρριπίζω 2. ψυχική διαταραχή («παραριπισμοὶ συνειδήσεως», Μάρκ. Ερημ.) … Dictionary of Greek